google.com, pub-4409140963597879, DIRECT, f08c47fec0942fa0 Σινεμά ο Παράδεισος… στα χωριά της Μεσσηνίας

Σινεμά ο Παράδεισος… στα χωριά της Μεσσηνίας

Του Πέτρου Τσώνη* 
Ήταν 17 Μαρτίου το 1964, όταν ο 23χρονος Γιάννης Λιγουδιστιανός έκανε  την πρώτη του επαγγελματική προβολή στο χωριό του, στο Χαρακοπιό της Κορώνης. Ήταν μια ιταλική περιπέτεια, ο «Ιππότης Παρταλιάν», που του έφερε στο ταμείο 236 εισιτήρια. Η συνέχεια ήταν συναρπαστική...
Για εφτά περίπου χρόνια ο νεαρός Γιάννης Λιγουδιστιανός, γνωστότερος στην περιοχή με το παρατσούκλι Κουμούτσος, οργώνει με το αυτοκινητάκι του ολόκληρη σχεδόν τη Μεσσηνία, προβάλλοντας έργα της εποχής και δίνοντας μοναδική χαρά στους κατοίκους των χωριών.
Λίγο πριν αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για τον κινηματογράφο φεύγει με την οικογένειά του στην Αμερική, όπου θα ζήσει για αρκετά χρόνια.
Όμως, πάντα θεωρεί την Αμερική προσωρινό καταφύγιο και όταν πια μεγαλώσουν και παντρευτούν τα δυο του αγόρια, επιστρέφει και πάλι στην πατρώα γη.
Με τις οικονομίες μιας ζωής καταφέρνει να χτίσει ένα πανέμορφο τουριστικό συγκρότημα με θέα το Μεσσηνιακό κόλπο.
Όμως, η μεγάλη του αγάπη, ο κινηματογράφος, δεν ξεχνιέται.
Στην αποθήκη του σπιτιού στήνει τη δική του αίθουσα προβολής, όπου περνά αρκετές ώρες την ημέρα, επισκευάζοντας τις αγαπημένες του μηχανές προβολής.
Στα 74 χρόνια του σήμερα ο Γιάννης Λιγουδιστιανός είναι και πάλι έτοιμος να βγει περιοδεία στα χωριά της Μεσσηνίας, κάτι που σκέπτεται να πραγματοποιήσει το καλοκαίρι σε παραλιακό χωριό της περιοχής.
Τον συναντήσαμε στο στρατηγείο του, ανάμεσα σε κόπιες και μηχανές.
Μας μίλησε για την περιπέτειά του στο μαγικό κόσμο του κινηματογράφου.
Μιλώντας, μας ζωντάνεψε στο πανί της μνήμης μας μια εποχή που οι τίτλοι τέλους έχουν πέσει εδώ και αρκετά χρόνια.
Στο χωριό Χαρακοπιό της Κορώνης γεννιέται το 1941 ο Γιάννης Λιγουδιστιανός. Κέντρο εμπορίου για την περιοχή το χωριό του και μ’ έναν πατέρα σημαντικό έμπορο.
Μετά το Δημοτικό ο μικρός Γιάννης πήγε Γυμνάσιο στην κοντινή Κορώνη, όμως, απ’ ό,τι φαίνεται, τα γράμματα δεν ήταν στις προτεραιότητές του.
Σταματά στη Β’ Γυμνασίου και ασχολείται –μέχρι τα 18 του, οπότε θα πάει εθελοντής στρατιώτης – με τις δουλειές του πατέρα του.
Επιστροφή στο χωριό και το «σαράκι» του κινηματογράφου, που έχει ήδη μπει μέσα του από μικρή ηλικία, αρχίζει να τον βασανίζει.
«Ο πρώτος κινηματογραφιστής στην περιοχή ήταν ο Αριστείδης Τέντες, από τη Νέα Κορώνη. Ερχόταν στο χωριό μου, όπου έπαιζε στο καφενείο, ενώ πήγαινα και στο γειτονικό μεγάλο χωριό, τη Λογγά, όπου έπαιζαν οι Καλαματιανοί.
Θυμάμαι τότε είχαν βγει τα πετρογκάζ, γιατί μέχρι τότε οι νοικοκυρές μαγείρευαν με ξύλα. Ο Τέντες, λοιπόν, είχε αναλάβει να διαφημίσει τα πετρογκάζ και κάθε βράδυ στην προβολή έδινε δωρεάν μια συσκευή».
Η καθοριστική απόφαση για το νεαρό Γιάννη πάρθηκε, όταν μια βραδιά στο χωριό του είχε έρθει ένας κινηματογραφιστής από την Τρίπολη.
«Γνωριστήκαμε, τον κέρασα ένα ούζο και επάνω στην κουβέντα μού λέει πως πουλάει τον κινηματογράφο. Το συζήτησα με τον πατέρα μου και τον αγόρασα σε τιμή λιγότερη από 40.000 δραχμές».
Άδεια από την Αστυνομία, ένα μικρό φορτηγάκι «Κινηματογραφικόν» και η μαγική περιπέτεια ξεκινά.
«17 Μαρτίου 1964, πρεμιέρα στο καφενείο του χωριού μας. Η επιτυχία ήταν τεράστια. Ο “Ιππότης Παρταλιάν” ήταν γουρλίδικος, αφού έκοψα 236 εισιτήρια. Την επόμενη ημέρα, με την ίδια ταινία, έπαιξα στη Φοινικούντα με 180 εισιτήρια. Η τιμή του εισιτηρίου ήταν 5 δραχμές».
Με έδρα το Χαρακοπιό οργώνει ολόκληρη τη Μεσσηνία, Κάμπος Αβίας, Καρδαμύλη Μάνης, Κορώνη, Μεθώνη, Βλαχόπουλο, Ανδρούσα κ.λπ.
«Όταν ξεκίνησα, ήμαστε 3-4 κινηματογραφιστές, για να γίνουμε 26 το 1970.  Είχαμε χωρίσει τις περιοχές και όσο γινόταν, δεν μπαίναμε ο ένας στα λημέρια του άλλου» παρατηρεί.
Οι προβολές γίνονταν στα καφενεία ή σε αποθήκες, ενώ το καλοκαίρι στις πλατείες των χωριών: «Κρεμούσα το σεντόνι στο καφενείο, έβαζα τις καρέκλες με τη σειρά και βέβαια εφημερίδες στα τζάμια, για να μην υπάρχουν τζαμπατζήδες. Το εισιτήριο ήταν 5 δραχμές και ο καφετζής έπαιρνε το 10% επί των εισπράξεων.
Πολλά παιδιά μού λέγαν “δεν έχω λεφτά, ρε μπάρμπα Γιάννη, βγάλε την εφημερίδα από το παράθυρο να δούμε κι εμείς”. Τελικά, αφού μάζευα τα εισιτήρια, τους έβαζα μέσα. Ακόμη και σήμερα που πάω στα χωριά, μου το θυμίζουν».
Για την εποχή του το μεροκάματο ήταν πολύ καλό: «Τότε το εργατικό μεροκάματο ήταν 40 – 50 δραχμές. Εγώ έφερνα από 300 – 500 δραχμές. Όμως, δεν έμεναν λεφτά, ήμουν νέος και οπότε καταλαβαίνεις. Στο μεταξύ, κυνηγάγαμε τις καλές ταινίες, τις ακριβοπληρώναμε. Μια ταινία του Ξανθόπουλου την παίρναμε από 1.200 – 2.500 δραχμές, για 10 ημέρες».
Εκείνη την εποχή κυριαρχούσαν οι ταινίες της ΚΛΑΚ ΦΙΛΜ με πρωταγωνιστικό δίδυμο τον Νίκο Ξανθόπουλο και τη Μάρθα Βούρτση, ακολουθούν τα καουμπόικα, ενώ άρχιζαν να γυρίζονται και τα ηρωικά «Γοργοπόταμος», «ΟΧΙ» κ.λπ., και βέβαια, μακριά από ακατάλληλα:
«Ακατάλληλα έργα δεν παίζαμε, η Χούντα τα είχε απαγορεύσει. Να φανταστείς, ακόμη και σε σκηνές με φιλί βάζαμε το χέρι μας στο φακό, για να μην προβληθεί στην οθόνη».
Προβολές και σε ελαιοτριβεία..
Στη μνήμη του Γιάννη Λιγουδιστιανού έρχονται παράξενα στιγμιότυπα από εκείνη την εποχή: «Σ’ ένα χωριό που πήγα να παίξω δεν υπήρχε καφενείο. Έτσι, αποφάσισα να παίξω στο ελαιοτριβείο. Πλήρωσα, μάλιστα, δύο εργάτες να μετακινήσουν τον ελαιοπυρήνα, για να βάλουμε τις καρέκλες.
Έπαιζα την ταινία “Γης ποτισμένη με ιδρώτα” με τη Ναργκίς.
Στην κορύφωση του έργου χαλάει η γεννήτρια. Ανεβαίνω στο τραπέζι και τους λέω “παιδιά, χάλασε η γεννήτρια, θα αφήσω εδώ τις μηχανές, θα πάω στην Καλαμάτα να την επισκευάσω και αύριο θα επαναληφθεί η προβολή”.
Πήγα, την επισκεύασα και την επόμενη έπαιξα δύο ταινίες, έτσι για δώρο στους ανθρώπους αυτούς».
Όμως, το αυτοκινητάκι «Κινηματογραφικόν» δε λειτουργούσε μόνο για να μεταφέρει το συνεργείο, αλλά πολλές φορές και ως νοσοκομειακό: «Πήρα μια ετοιμόγεννη από το Χαρακοπιό με τον άνδρα της για να την πάω στο νοσοκομείο στην Καλαμάτα. Στο δρόμο την πιάνουν οι πόνοι και στην απελπισία της χαστούκισε τον άνδρα της. Μόλις φθάσαμε στο νοσοκομείο, ’σπάσαν τα νερά.
Απ’ τη Στενωσιά της Πυλίας ίδια περίπτωση, στα μέσα της διαδρομής  ’σπάσαν τα νερά, ξυπνάω το βενζινά στην Καζάρμα, στρώνει μια κουβέρτα στο βενζινάδικο και μέχρι να πάω εγώ στο διπλανό χωριό να φέρω τη μαμή, είχε γεννήσει».
Τον Απρίλη του 1970 ο Γιάννης Λιγουδιστιανός με τη γυναίκα του και το μικρό τους παιδί φεύγουν για την Αμερική. Λίγο νωρίτερα είχε πουλήσει συνεργείο και άδεια στον Γιάννη Κουτραφούρη στη Θουρία.
«Είχα παντρευτεί, είχα ένα παιδάκι, άρχισαν να βγαίνουν οι ασπρόμαυρες τηλεοράσεις και όπως έλεγε ο αείμνηστος κινηματογράφιστής Γιάννης Χαρίτος, “το γυαλί έφαγε το πανί”».
Στην Αμερική δεν ασχολείται με τον κινηματογράφο, δουλεύει ως ντελίβερι σε πιτσαρία, σε εργοστάσιο μηχανών θαλάσσης και ανοίγει δικά του βενζινάδικα.
Μαγεύεται στις τεράστιες κινηματογραφικές αίθουσες και την κινηματογραφική βιομηχανία της Αμερικής, παρακολουθεί όμως και ελληνικές ταινίες στον κινηματογράφο της Ομογένειας.
Αφού μεγάλωσαν τα δυο του αγόρια και κάνουν τις δικές τους οικογένειες, αποφασίζει ότι ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να επιστρέψει και πάλι στην Ελλάδα.
Στην περιοχή του Αγίου Ανδρέα χτίζει ένα μικρό μα όμορφο τουριστικό συγκρότημα και απολαμβάνει τη μαγεία του τοπίου.
Η πρώτη αγάπη, όμως, δεν ξεχνιέται. Γυρνώντας από την Αμερική πάει στη Θουρία, όπου είχε πουλήσει τη μηχανή.
«Βρήκα τον μπάρμπα Γιάννη τον Κουτραφούρη να φτιάχνει τσίπουρο, τα ήπιαμε και πήρα πίσω την αγαπημένη μου μηχανή».
Στην τεράστια αποθήκη του σπιτιού έχει στήσει τη δική του αίθουσα προβολής. Με τη μηχανή Pion – Pion Ιταλίας με τις αρουλέζες (για το γύρισμα των ταινιών) και το πανί στον απέναντι τοίχο. Και φυσικά, χιλιάδες μέτρα φιλμ και εκατοντάδες αφίσες και φωτογραφίες της εποχής.
«Δε μου λείπει, αλλά αν μου έδιναν άδεια, θα πήγαινα και πάλι στα χωριά, για να συναντήσω γνωστά πρόσωπα».
Το καλοκαίρι σκέπτεται να παίξει στη Φοινικούντα, ενώ θα τοποθετήσει ταμπέλα που θα λέει: «Απαγορεύεται η είσοδος στους κάτω των 60 ετών». 

Post a Comment

Νεότερη Παλαιότερη