google.com, pub-4409140963597879, DIRECT, f08c47fec0942fa0 ΕΝΑΣ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΟΣ ΔΙΑΣΩΘΕΙΣ ΜΙΛΑ ΓΙΑ ΤΟ ΜΟΙΡΑΙΟ ΠΛΟΙΟ

ΕΝΑΣ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΟΣ ΔΙΑΣΩΘΕΙΣ ΜΙΛΑ ΓΙΑ ΤΟ ΜΟΙΡΑΙΟ ΠΛΟΙΟ

Από τους τελευταίους που διασώθηκαν από το φλεγόμενο «Norman Atlantic» ήταν ο οδηγός Αντώνης Τζόρβας από την Κυπαρισσία, αφού εγκατέλειψε το καράβι μόλις στην προτελευταία πτήση που έγινε από τα ιταλικά ελικόπτερα, ενώ λίγες ώρες νωρίτερα είχε διασωθεί από ελικόπτερο και ο Παναγιώτης Γκουντούνας, επίσης από την Κυπαρισσία. «Ξαπλώναμε πάνω στις ζεστές λαμαρίνες για να στεγνώσουμε και να ζεσταθούμε» μας είπε ο Αντώνης Τζόρβας περιγράφοντας τις δραματικές στιγμές που έζησαν όλοι πάνω στο πλοίο, τον πανικό που επικράτησε μόλις ξέσπασε η φωτιά, αλλά και το πώς προσπαθούσαν να προφυλαχτούν από τις φλόγες, τη βροχή, το κρύο, τον αέρα και τις αντλίες των πυροσβεστικών που έριχναν τόνους νερού. Το ξέσπασμα της φωτιάς τον βρήκε πάνω στο κατάστρωμα και μέσα σε λίγα λεπτά βρέθηκε να μοιράζει σωσίβια σε άλλους επιβάτες και να τους βοηθά να τα φορέσουν. Σημείωσε ότι παρά τον πανικό όλοι έδωσαν προτεραιότητα στο να διαφύγουν πρώτα τα παιδιά και οι γυναίκες, ενώ όπως μας περιέγραψε και η διάσωση με ελικόπτερο δεν ήταν εύκολη υπόθεση, αφού έπρεπε να περιμένουν στην ουρά για 3 και πλέον ώρες με βροχή, αέρα και κρύο.
Ο ίδιος διασώθηκε το μεσημέρι της Δευτέρας, 30 και πλέον ώρες αφού είχε εκδηλωθεί η φωτιά, ενώ παρέμεινε για 24 ακόμη ώρες πάνω στο ιταλικό πολεμικό πλοίο «St Giorgio» πριν ξαναπατήσει στεριά στο Μπρίντιζι. Πλέον όμως έχει επιστρέψει στη ζεστασιά του σπιτιού του, όπως και οι άλλοι οδηγοί από την Μεσσηνία, και όλα αυτά αποτελούν παρελθόν. Μιλώντας με τον Αντώνη Τζόρβα μας περιέγραψε: «Βρισκόμουν στο κατάστρωμα να κάνω ένα τσιγάρο, ήταν 5 περίπου η ώρα. Ακούστηκε κάτι στα μεγάφωνα σε ξένη γλώσσα αλλά δεν κατάλαβα, είδα όμως τον κόσμο να βγαίνει έξω, ρώτησα τι συμβαίνει και μου είπαν φωτιά. Ετρεξα να πάω στην καμπίνα να ξυπνήσω τους άλλους οδηγούς που ήμασταν μαζί και στο διάδρομο συνάντησα τον ένα που μου είπε μην πας καθόλου μέσα, έχει πολύ καπνό. Ετσι δεν πρόλαβα να πάρω και τίποτα, έμεινα με ό,τι προσωπικά αντικείμενα είχα πάνω μου. Ακολούθησε πανικός, εγώ βρέθηκα δίπλα από ένα μπαούλο με σωσίβια, έβαλα το δικό μου, έδινα στη συνέχεια σωσίβια στους άλλους και βοηθούσα κάποιους να τα βάλουν. Παρέμεινα ψύχραιμος σε ένα χώρο που ήταν πυροσβεστική φωλιά, καθώς ο κόσμος πήγαινε μία από δω και μία από κει. Προσπαθούσα να λύσουμε και τις βάρκες αλλά στα 2-3 μέτρα δεν βλέπαμε καθώς από το πρώτο δεκάλεπτο μείναμε από ρεύμα. Βρεθήκαμε σχεδόν όλα τα άτομα σε ένα μικρό μπαλκονάκι, άλλοι έφυγαν με τις βάρκες, άλλοι πηδούσαν από την φυσούνα κάτω, μέσα στην οποία εγκλωβίστηκαν δύο άτομα για 5-6 ώρες. Οταν ξημέρωσε μετά από δύο ώρες έπιασε μεγάλη φουρτούνα και κύμα. Εκεί που καθόμασταν επίσης η λαμαρίνα από κάτω άναβε από την θερμοκρασία, ενώ και το κουτί με τα σωσίβια πήρε φωτιά, έτσι αναγκαστήκαμε να πάμε στο πάνω κατάστρωμα γιατί είχε φωτιά παντού. Ανοίγαμε τα πυροσβεστικά αλλά δεν είχε νερό πουθενά, δεν υπήρχε τίποτα. Το πλήρωμα δεν μπορούσε να κάνει τίποτα αφού νερό δεν υπήρχε, βάρκες δεν υπήρχαν. Το καράβι είχε δύο μεγάλες βάρκες, μία δεξιά και μία αριστερά. Στη μία μπήκαν περίπου 60 άτομα και κατέβηκαν με γερανό και άλλοι με την φυσούνα, αλλά δεν ξέρεις ακριβώς τι έγινε, επικρατούσε πανικός. Η βάρκα στην άλλη πλευρά του καραβιού κάηκε. Οταν ξεκίνησε η φουρτούνα δεν μπορούσε να μας πλησιάσει κανείς, επειδή είχε πολλή φωτιά ανεβήκαμε τέρμα πάνω, μπήκαμε και μέσα στη γέφυρα αλλά πλημμύριζε από καπνό. Σπάσαμε με τσεκούρια τα τζάμια να παίρνουμε αέρα αλλά δεν μπορούσες να κάτσεις για πολύ, έτσι μία βγαίναμε έξω στο κρύο και την βροχή και μία μπαίναμε μέσα. Μόνο εκεί υπήρχε στεγασμένος χώρος, όπως και ένα δωμάτιο ψηλά στα άλμπουρα. Με τα ελικόπτερα όποιος προλάβαινε πήγαινε μπροστά και έφευγε αλλά ήθελε και υπομονή να περιμένεις μέχρι και 3 ώρες για να έρθει η σειρά σου, να σε βαρά ο αέρας, η βροχή. Κατέβηκαν και Ιταλοί στρατιώτες που βοηθούσαν τον κόσμο να ανέβει πάνω χωρίς να διαλέγουν ποιος θα ανέβει. Το πρώτο ελικόπτερο ήρθε νωρίς, περίπου στις 8, έριξαν καλάθι και πήραν τα παιδιά, αλλά σταμάτησαν για 3-4 ώρες που πέρασε η φουρτούνα. Μετά ήρθαν τα πυροσβεστικά που έριχναν νερό από τα οποία βρεχόμασταν και εμείς. Ξαπλώναμε κάτω στις λαμαρίνες για να στεγνώσουμε καθώς από κάτω καίγανε από τη φωτιά, σε μερικά σημεία δεν μπορούσες να καθίσεις. Το απόγευμα της Κυριακής εμφανίστηκαν κάποια βαρκάκια αλλά δεν μπορούσαν να πλησιάσουν, ενώ μόλις νύχτωσε σταμάτησε η επιχείρηση με τα ελικόπτερα και σκεφτήκαμε ότι μας παρατήσανε, εκεί υπήρχε φόβος και αγωνία. Είπαν ότι θα δέσουν το πλοίο να το πάνε Αλβανία, κατέβηκαν 3 οδηγοί με σκοινιά από την γέφυρα στην πλώρη να δέσουν τα σκοινιά, το οποίο εμένα μου φάνηκε σαν «παιχνίδι». Εδεσαν τον πρώτο κάβο και κόπηκε, το ίδιο και ο δεύτερος και όταν είπαν να δέσουν τους υπόλοιπους 3 μαζί οι Ιταλοί τους είπαν όχι, με αποτέλεσμα ένας – ένας να κοπούν και οι πέντε. Ξημερώματα Δευτέρας περίπου στις 2, ξεκίνησε πάλι η επιχείρηση. Τότε τα ελικόπτερα έρχονταν το ένα πίσω από το άλλο και έπαιρναν πολύ κόσμο, φαινόταν ότι γινόταν επαγγελματική δουλειά, από τη στιγμή που ήρθε η ιταλική φρεγάτα με το πλήρωμά της. Στην αρχή θα έλεγα ότι γινόταν πιο χαλαρά, άλλους τους πήγαιναν Ιταλία, άλλους Κέρκυρα, ήρθαν και τα ελληνικά πήραν δέκα άτομα το καθένα. Το πρωί της Δευτέρας που είχε πέσει τελείως ο αέρας μας έπνιξε ο καπνός γιατί ανέβαινε προς τα πάνω. Τη νύχτα την είχαμε περάσει πότε μέσα στη γέφυρα και πότε έξω με τον έναν να κλοτσά τον άλλο για να μην αποκοιμηθεί και πάθει ασφυξία. Ολοι γυρνούσαν ένα γύρω για να απαγκιάσουν και να βάλουν κάπου τα χέρια τους να ζεσταθούν. Εγώ έφυγα από τους τελευταίους, δεν μου πήγαινε να πάρω την σειρά κάποιου άλλου για να φύγω. Βλέπαμε ότι έφευγε και πιο γρήγορα ο κόσμος και λέγαμε ότι κάποια στιγμή θα φύγουμε. Είχαμε δει ότι το καράβι δεν είχε πάρει μεγάλη κλίση πέρα από 8 μοίρες που είχε πάρει από την αρχή, η φωτιά είχε καταλαγιάσει και έτσι κάπου ο κόσμος είχε ηρεμήσει και ήξερες ότι θα έρθει η σειρά σου. Φοβηθήκαμε όταν είχε την μεγάλη φουρτούνα, λέγαμε ότι θα βουλιάξει, εκεί είχα αρχίσει να ζαλίζομαι, να χάνω τις αισθήσεις μου και ένιωθα αδύναμος». Για αυτά που ακούγονταν σχετικά με το πώς ξεκίνησε η φωτιά, μας είπε: «Αυτό που ακούστηκε είναι ότι υπήρχε θέμα με τα ψυγεία που φορτίζονται από το καράβι, κανείς όμως δεν ξέρει. Απ’ ό,τι μας είπαν από το πλήρωμα το καράβι ήταν για 400 άτομα, τώρα αν είχε 70 άτομα παραπάνω δεν νομίζω ότι είναι υπερβολικά πολλοί». Οσο για την εκτίμησή του αν υπάρχουν πολλά θύματα, μας είπε πως μάλλον όχι, υπήρχαν όμως οδηγοί που κοιμήθηκαν στα φορτηγά τους, ενώ δύσκολα ήταν τα πράγματα για όσους επέλεξαν την διαφυγή από την θάλασσα, καθώς αυτό είχε μεγαλύτερη επικινδυνότητα. Η περιπέτειά τους τελείωσε όταν τους πήρε το Super Puma, τους μετέφερε στην ιταλική φρεγάτα στη 1 το μεσημέρι και έφυγαν από την περιοχή την άλλη μέρα στις 2 το μεσημέρι. Στο Μπρίντιζι έφτασαν στις 10 το βράδυ, διέμειναν σε ξενοδοχείο και την άλλη μέρα με πτήση της Aegean επέστρεψαν στην Ελλάδα. Λίγες μόλις μέρες μετά και όπως μας είπε το μυαλό του λόγω και των συνεχών συζητήσεων περιστρέφεται γύρω από αυτές τις σκηνές που έζησε αλλά σίγουρα θα τις ξεπεράσει. Στην Κυπαρισσία συναντήσαμε επίσης τον οδηγό Παναγιώτη Γκουντούνα, ο οποίος έχοντας επιστρέψει στο σπίτι του και στους δικούς του ανθρώπους, μας είπε πως «σημασία έχει ότι είμαστε στα σπίτια μας και ότι είμαστε καλά, δεν χρειάζεται να πούμε τίποτε άλλο, τέλος καλό όλα καλά».Ελευθερία

Post a Comment

Νεότερη Παλαιότερη